30 Μαΐ 2010

Ναός της του Θεού Σοφίας, του EDWIN A. GROSVENOR

Που είναι η Αγία Σοφία;
Είναι η πρώτη ερώτηση που κάνει κάθε ξένος καθώς το ατμόπλοιο στρίβει το ακρωτήριο Σαράι Μπουρνού από το Μαρμαρά ή κατεβαίνει το Βόσπορο από τη Μαύρη Θάλασσα: «Πού είναι η Αγία Σοφία;», «Ποια είναι η Αγία Σοφία;». Τα μάτια κάθε ταξιδιώτη αποζητούν να διακρίνουν το περίγραμμα της. Κάθε διήγηση για δοξασίες και θρύλους που την περιβάλλουν καταναλώνεται με δίψα. Συνεπαρμένος, ο επισκέπτης προσηλώνεται στην παρατήρηση των τοίχων, των κιόνων, των αψίδων, των ψηφιδωτών της. Μετά από χρόνια, στην ησυχία του σπιτιού του, το μεγαλειώδες σχήμα της Αγίας Σοφίας είναι αυτό που, ευκρινέστερα απ’ οτιδήποτε άλλο, προβάλλει στις αναμνήσεις από την Κωνσταντινούπολη.
Και δεν είναι περίεργο. Για πολλούς, Κωνσταντινούπολη δεν σημαίνει παρά Αγία Σοφία. Χιλιάδες άνθρωποι δεν ξέρουν τίποτε για τα υπέροχα τείχη της πόλης, ούτε σχημάτισαν ποτέ μια νοερή ει¬κόνα από το Βόσπορο, κι όμως το όνομα του ξακουσμένου ναού της τους είναι οικείο. Ακόμα και για εκείνους που δεν τη γνωρίζουν παρά ελάχιστα, η Αγία Σοφία ταυτίζεται με ό,τι πιο μεγαλειώδες, πιο δοξασμένο, πιο ιστορικό και πιο ιερό υπάρχει μέσα στα επιτεύγματα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής.
Κατά μία έννοια η Αγία Σοφία διαφέ¬ρει από οποιοδήποτε άλλο παλαιό μνη¬μείο της Κωνσταντινούπολης. Οι άλλες αρχαιότητες της πόλης ανήκουν ολοκλη¬ρωτικά στο παρελθόν δεν έχουν μέλ¬λον. Τα ταλαιπωρημένα τείχη του Θεοδόσιου δεν θα μπορέσουν ποτέ πια να αντέξουν το σάλο του πολέμου. Πάνω από το σπασμένο Όφι των Δελφών, στον Ιπ¬πόδρομο, κανείς χρησμός δεν θα περάσει πια σ’ ένα μελλοντικό ικέτη. Ο ρόλος τους στην ιστορία του κόσμου έχει τελειώσει. Είναι αρχαία, κλασικά, σεβάσμια. Κάθε ημέρα που περνά μας απομακρύνει όλο και περισσότερο απ’ τους καιρούς για τους οποίους χτίστηκαν και από τις αιτίες για τις οποίες σχεδιάστηκαν.
Η Αγία Σοφία ανήκει κι αυτή στο παρελθόν. Ήταν το 537, μία ολόκληρη γενιά πριν από τη γέννηση του Μωάμεθ του Προφήτη, που ο μεγάλος τρούλος της υψώθηκε στον ουρανό, τόσο αιθέριος όσο σήμερα. Κι όμως, μπορούμε να πι¬στέψουμε ότι αυτή η εκκλησία θα έχει ένα μέλλον εξίσου ένδοξο με το παρελ¬θόν της και ίσως, χωρίς καμιά υπερβολή, ακόμα ενδοξότερο.
Ο ΜΩΑΜΕΘ Β’ ΣΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ ΤΟΥ
Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ εκείνη την ημέρα της κατάκτησης απέδειξε περισσότερο από ποτέ τη βαθύνοια του, τη φιλοσοφημένη στάση του, τη μεγαλοσύνη του. Ένας Οθωμανός στρατιώτης, μεθυσμένος από τη νίκη ή το φανατισμό, κατέστρεφε τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας με ένα ρό¬παλο. «Μην τα αγγίζεις» φώναξε ο Πορθητής. Με ένα και μόνο χτύπημα σώριασε καταγής τον βάρβαρο νεκρό. Μετά, λέγεται ότι πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Ποιος ξέρει αν σε άλλη εποχή υπηρετήσουν διαφορετική θρησκεία από του Ισλάμ…». Ποιο θα είναι άραγε το μέλλον αυτού του ναού; Αυτό ούτε η πιο καλπάζουσα φαντασία μπορεί να το συλλάβει. Στη λαϊκή δοξασία, ένας Έλληνας ιερέας τελούσε λειτουργία όταν η έξαλλη στρατιά του σουλτάνου έσπασε τις πόρτες. Κρατώντας το σταυρό στο χέρι, ο ιερέας αποτραβήχτηκε αργά σε κάποιο από τα μυστικά δωμάτια, κι εκεί, με το σταυρό, προσμένει ακόμα.
Η επιβλητική εκκλησία της Αγίας Σο¬φίας υψώνεται στην κορυφή και στη δυτική πλευρά του πρώτου λόφου, μόλις πέρα από τα όρια του αρχαίου Βυζαντίου. Σήμερα, με συγκεχυμένες πια και άμορφες γραμμές, τριγυρισμένη καθώς είναι από τέσσερις ογκώδεις μιναρέδες, πνιγμένη μέσα σε γιγάντια αντερείσματα, γκροτέσκα μέσα σε φαρδιές λωρίδες που έχουν βαφτεί εναλλάξ κίτρινες και λευκές, γεμίζει τον ορίζοντα του βλέμματος από κάθε κατεύθυνση.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
Όπως ο καθεδρικός ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, έτσι κι η ιστορία της Αγίας Σοφίας μας πάει πίσω, σε μια αδιάρρηκτη αλυσίδα, μέχρι τον ίδιο τον Κωνσταντίνο. Είναι ταιριαστή σύμπτωση που αυτοί οι ναοί – ο ένας το μεγαλύτερο ιερό του δυτικού καθολικισμού κι ο άλλος της ανατολικής ορθοδοξίας – χτίστηκαν για πρώτη φορά και οι δύο από τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα. Ακόμα μία σύμπτωση είναι ότι ο ιδρυτής τους δεν προόριζε κανέναν από τους δύο ναούς για μητρόπολη ούτε της νέας ούτε της παλαιάς Ρώμης. Η διάκριση αυτή, για μεν την Κωνσταντινούπολη, επιφυλασσόταν για την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, για δε τη Ρώμη, για τον Άγιο Ιωάννη του Λατερανού.
Η Αγία Σοφία θεμελιώθηκε το 326, στη θέση ενός ειδωλολατρικού ναού. Στα εγκαίνια ήταν παρών ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη Σύνοδο της Νίκαιας λίγους μήνες νωρίτερα.
Αφιερώθηκε στη Θεία Σοφία, τη Σοφία του Λόγου ή το Λόγο του Θεού – δηλαδή στον ίδιο το Χριστό.
Όταν, το έτος 532, καταστράφηκε από πυρκαγιά, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός αποφάσισε να την αποκαταστήσει σε βαθμό μεγαλοπρέπειας πρωτόγνωρο: Να δημιουργήσει ένα οικοδόμημα που θα ήταν η εξιλέωση για κάθε παράπτωμα και αμαρτία του ως ηγεμόνα.
Ένα ναό που θα θύμιζε την κατατρόπωση της αταξίας και της εξέγερσης, και την έλευση της ειρήνης και της ηρεμίας στην πρωτεύουσα και την αυτοκρατορία. Ένα ναό που θα ενσάρκωνε τη δόξα του και που οι επόμενες γενιές θα τον αντίκριζαν σαν θαλερό μνημείο της βασιλείας του. Ένα ναό που θα τιμούσε και τη μνήμη της αυτοκράτειρας του, Θεοδώρας, εκείνης που με τη γενναιοφροσύνη της είχε σώσει το θρόνο που κινδύνευε, εκείνης που η εικόνα της βρισκόταν αποτυπωμένη μαζί με τη δική του πάνω σε κάθε νόμισμα και που το όνομα της έστεκε πλάι στο δικό του πάνω σε κάθε διάταγμα. Θα ήταν ένας ναός αντάξιος των ιδρυτών του και – όσο μπορούσαν να εξασφαλίσουν η τέχνη των ανθρώπων και οι δυνατότητες, που μοιάζαν τώρα να προσφέρονται απεριόριστες – αντάξιος του Σωτήρα για τη λατρεία του οποίου προοριζόταν.
ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ
Ως κύριος αρχιτέκτονας για την κατα¬σκευή της Αγίας Σοφίας επιλέχθηκε ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις, ο ικανότερος, όπως λέγεται, αρχιτέκτονας και μηχανικός του αιώνα. Πρώτος απ’ όλους τους Έλληνες χρησιμοποίησε τη δύναμη του ατμού — «ένας άνδρας» λέει ο Αγαθίας «ικανός να μιμηθεί σεισμούς και κεραυνούς». Συνεργάτες του ήταν ο Ισίδω¬ρος από τη Μίλητο και ο Ιγνάτιος, που είχε αποκαταστήσει τον Αυγουστεώνα, αρχιτέκτονες σχεδόν ισάξιοι του Ανθέμιου σε ικανότητα και φήμη.
Ειπώθηκε ότι ένας άγγελος αποκάλυψε στον αυτοκράτορα τα σχέδια της Αγίας Σοφίας μέσα σε όνειρο, όχι βέβαια στο σύνολο τους και με κάθε λεπτομέρεια, αλλά εκείνη τη μοναδική ιδέα, την κύρια σύλληψη, που οι αρχιτέκτονες αργότερα θα ανέπτυσσαν και θα της έδιναν μορφή. Κι αυτή ήταν η ιδέα ενός τρούλου, που θα είχε τη μεγαλύτερη δυνατή διάμετρο, που θα ήταν τμήμα του μεγαλύτερου δυνατού κύκλου, θα υψωνόταν σε ιλιγγιώδες ύψος και θα υποβασταζόταν από όσο το δυνατόν λιγότερα στηρίγματα. Η αποκάλυψη δεν βρισκόταν στην απλή σύλληψη ενός τρούλου – που δεν αποτελούσε νέα ιδέα, έστω κι αν στη συνέχεια μονοπωλήθηκε σχεδόν από μία και μοναδική σχολή – αλλά στο τελειότερο συνταίριασμα όλων αυτών των όρων. Ο Ανθέμιος δεν θα ανέπτυσσε απλώς ένα ήδη υπάρχον σύστημα ούτε και θα γινόταν ταπεινός αντιγραφέας του. Η βυζαντινή αρχιτεκτονική με το έργο αυτό θα έφτανε στην πλήρη ακμή της σχεδόν μονομιάς. Η Αγία Σοφία ήταν «ταυτόχρονα προάγγελος και υπέρτατη έκφραση ενός νέου ρυθμού».
ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Σ’ όλη την αυτοκρατορία στάλθηκαν προκηρύξεις για το έργο που είχε ξεκινήσει ο Ιουστινιανός και καλούσαν πιστούς και ευσεβείς να συνεισφέρουν. Πατριωτισμός, προσωπική φιλοδοξία, επιθυμία για την εύνοια του αυτοκράτορα, ελπίδα για προβιβασμό, όλα αυτά, συνταιριασμένα με ειδωλολατρική σχεδόν δεισιδαιμονία και γνήσια ευσέβεια, εξασφάλισαν τη μέγιστη δυνατή ανταπόκριση. Αφού αναφερόμαστε στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού λογικό είναι οι αδρές γραμμές να αποτυπώνουν τη δική του δόξα. Είναι όμως περισσότερο προϊόν και δημιούργημα ενός λαού που βίωνε την καλύτερη στιγμή του, την χρυσή εποχή του. Είναι η έκρηξη ενθουσιασμού ενός ολόκληρου αιώνα παρά η αργή οικοδόμηση αυτοκρατορικής ισχύος. Σ’ αυτό το κτίσμα τότε επικεντρώθηκαν σχεδόν όλα, και έτσι παραμένει από τότε. Είναι όλη η ψυχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Συνεισφορές έρχονταν από την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, ακόμη και από τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες. Οι πλούσιοι έδιναν από το περίσσευμα τους. Ήταν όμως πολλές κι οι φτωχές χήρες που έδωσαν ό,τι είχαν και δεν εί¬χαν. Αυτοκρατορικοί, εθνικοί, ιδιωτικοί θησαυροί έρρεαν σαν ποτάμι καθώς το έργο προχωρούσε. Όταν οι επίγειοι πόροι δεν αρκούσαν, η εξ ουρανού βοήθεια δεν έλειπε. Ένας άγγελος, έλεγαν, με τη μορφή νεαρού αγωγιάτη, είχε οδηγήσει αρκετά μουλάρια μέσα σε μυστικές σπηλιές και τα είχε φέρει πίσω με τα πανέρια φορτωμένα χρυσάφι. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός είχε καταπιαστεί με το χτίσιμο του ναού, πλάι στους εργάτες. Ο μύθος αναφέρει ότι οι αγγελικοί αρωγοί ήταν ακούραστοι, όπως κι εκείνος. Τη νύχτα, όταν κοιμόνταν όλοι καταπονημένοι από την εντατική δουλεία – εκτός απ’ τους φρουρούς -, οι τοίχοι εξακολουθούσαν να υψώνονται από αόρατα χέρια.
ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
Κάποτε, την ώρα που οι εργάτες ξεκουράζονταν στη μέση της ημέρας, ένας άντρας με λευκή ενδυμασία εμφανίστηκε ξαφνικά στο αγόρι που φύλαγε τα εργαλεία τους και του είπε να ξαναφωνάξει γρήγορα τους άντρες στη δουλειά τους. Το αγόρι δίσταζε να αφήσει το πόστο του και τότε ο ξένος του είπε προσπαθώντας να τον πείσει: «Θα μείνω εγώ εδώ ώσπου να γυρίσεις». Ο μικρός έτρεξε να ειδοποιήσει τους εργάτες αλλά, πριν επιστρέψει, κάποιος είπε την ιστορία στον αυτοκράτορα. Εκείνος αποφάνθηκε ότι ο λευκοντυμένος ξένος ήταν άγγελος. Έδωσε στο αγόρι πολλά χρήματα και το έστειλε αμέσως σε μια μακρινή επαρχία της αυτοκρατορίας, αφού πρώτα τον έβαλε να ορκιστεί ότι ποτέ δεν θα γυρνούσε πίσω. Οι κατώτερες τάξεις πιστεύουν ότι, κάπου γύρω από την Αγία Σοφία, ο άγγελος που ξεγελάστηκε προσμένει ακόμα το αγόρι να γυρίσει.
Πίστευαν ότι κάποια ουράνια μουσική ψυχαγωγούσε τους εργάτες όταν κουράζονταν. Ο αυτοκράτορας δεν πα¬ρέλειπε να βλέπει σημαδιακά όνειρα όταν υπήρχε αμφιβολία ως προς κάποια ακανθώδη λεπτομέρεια. Έτσι, όταν οι αρχιτέκτονες δεν συμφωνούσαν κάποια στιγμή για το σχήμα της αψίδας, ένας άγγελος εμφανίστηκε στον αυτοκράτορα σε ένα όραμα και του υπέδειξε ότι πρέπει να είναι τριπλή -όπως τελικά έγινε-, σε αναγνώριση της Αγίας Τριάδας. Οι τόσοι θρύλοι, που ακόμη διαφυλάσσονται με αγάπη και επανα¬λαμβάνονται, «αποδεικνύουν», όπως λέει ο Bayet, «πώς αυτό το τεράστιο έργο πέρασε μέσα στη λαϊκή φαντασία».
«ΝΕΝΙΚΗΚΑ ΣΕ, ΣΟΛΟΜΩΝ !»
Ο ναός ήταν έτοιμος για καθιέρωση στις 24 Δεκεμβρίου του 537. Η μεγάλη λιτανεία ξεκίνησε από το ναό της Αγίας Αναστασίας, πέρασε μεγαλόπρεπα δίπλα από τον Ιππόδρομο και το Μεγάλο Ανάκτορο, μέσα από τον Αυγουστεώνα και κατευθύνθηκε στη νότια πύλη του εσωτερικού νάρθηκα. Εκεί, ο Ιουστινιανός έβγαλε το στέμμα του – μόνο τότε με τό¬ση ευχαρίστηση – και το απέθεσε στα χέρια του πατριάρχη Μηνά. Κατόπιν, μόνος του, διάβηκε την κεντρική πύλη και, πάλι μόνος, προχώρησε μέχρι τον άμβωνα. Με ψυχή γεμάτη από το μεγαλείο που εκπληρώθηκε και από απέραντη ευγνωμοσύνη, αναφώνησε τα λόγια που δεν θα σβήσουν ποτέ από τη μνήμη όσο αντέχει η Αγία Σοφία. Τα είπε μάλιστα τόσο μεγαλόφωνα ώστε κι αυτοί που δεν είχαν περάσει το κατώφλι τα άκουσαν: «Ας είναι δοξασμένος ο Θεός που με αξίωσε να κάμω αυτό το έργο. Νενίκηκά σε, Σολομών». Την ώρα που μιλούσε είχε σταθεί δίπλα σε ένα μεγαλειώδες ψηφιδωτό το οποίο απεικόνιζε το Σολομώντα να κοιτά γύρω του με απορία και θαυμασμό.
Εκείνη την ημέρα όλος ο πληθυσμός της πρωτεύουσας γιόρτασε με έξοδα του αυτοκράτορα. Επιπλέον, 30.000 μεζούρες στάρι και εκατοντάδες κιλά χρυσάφι μοιράστηκαν στους φτωχούς. Το πρωί των Χριστουγέννων ο ναός άνοιξε για να μπορέσει να εκκλησιαστεί το κοινό. Οι ευχαριστίες και οι πανηγυρισμοί κράτη¬σαν δύο εβδομάδες περίπου.
Ολόκληρη η κατασκευή, που τώρα στεκόταν μεγαλειώδης κι ολοκληρωμένη, είχε αναδυθεί από τις στάχτες της σε διάστημα μικρότερο από έξι χρόνια – χρόνος εκπληκτικά σύντομος. Τέτοιο επίτευγμα, δηλαδή το να υλοποιηθεί τόσο γρήγορα, θα είχε σταθεί αδύνατο αν η ευσεβής συνει¬σφορά του έθνους δεν ήταν αντάξια εκείνης του αυτοκράτορα. Ο ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη χρειάστηκε 120 χρόνια για την ανέγερση του• του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο 35 χρόνια, η Νοτρ Νταμ στο Παρίσι 72 χρόνια, ο Καθεδρικός του Μι¬λάνου πάνω από 500 χρόνια, ο Καθεδρικός της Κολονίας 615 χρόνια. Είναι σίγουρα εκπληκτικό το πως η Αγία Σοφία, που ολοκληρώθηκε αιώνες πριν αυτοί οι σεβά¬σμιοι χριστιανικοί ναοί ξεκινήσουν καν, δεν χρειάστηκε ούτε έξι χρόνια!
ΤΟ ΔΑΠΑΝΗΡΟΤΕΡΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΠΟΥ ΧΤΙΣΤΗΚΕ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΧΕΡΙΑ
Το κόστος παραμένει ακόμη στο πλαίσιο της εικασίας. Ίσως η προσεκτική και λεπτομερής εκτίμηση του Έλληνα ιστορικού, καθηγητή Παπαρρηγόπουλου, είναι κοντά στην αλήθεια. Υπολογίζει την αξία της γης και το κόστος των υλικών, της εργασίας, της διακόσμησης και των εκκλησιαστικών σκευών σε περίπου 324 εκατομμύρια ελληνικές δραχμές, ή περίπου 64 εκατομμύρια δολάρια [της εποχής].
Η κοινή εκτίμηση για το κόστος του ναού του Αγίου Πέτρου είναι 240 εκατομμύρια φράγκα, ή λιγότερο από 48 εκατομμύρια δολάρια. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι κανένας άλλος χριστιανικός ναός δεν συγκρίνεται με την Αγία Σοφία όσον αφορά την ποικιλία και τη σπανιότητα των μαρμάρων και, πάνω απ’ όλα, την αφειδώλευτη χρήση αργύρου, χρυσού και πολύτιμων λίθων στη διακόσμηση και τα ιερά σκεύη.
Η δαπάνη για την Αγία Σοφία ήταν αναμφίβολα υψηλότερη από αυτήν οποιουδήποτε άλλου ιερού χώρου που δημιουργήθηκε ποτέ από χριστιανικό λαό προς δόξαν του Θεού του.
Σήμερα είναι εντελώς αδύνατο να φανταστούμε, έστω αμυδρά, πώς πρέπει να ήταν αυτός ο ναός έτσι όπως τον αντίκρισε ο Ιουστινιανός. Όλα όσα μπορούσαν να δημιουργήσουν η δύναμη, ο πλούτος, η τέχνη, οι ικανότητες και η ευσέβεια του πο¬λιτισμένου κόσμου ήταν εκεί, σ’ αυτό τον επιβλητικό χώρο. Υπέρλαμπρος, ο ναός εκτεινόταν και υψωνόταν μπροστά στη γοητευμένη ματιά του αυτοκράτορα.
Από τότε, αμέτρητα αντερείσματα, μεγάλα και μικρά, ψηλά και χαμηλά, κτίσματα κάθε είδους, έχουν συσσωρευτεί τριγύρω του, πνίγοντας και παραμορφώνοντας το σχήμα του. Το φως πολλών απ’ τα παράθυρα έχει κρυφτεί και πολλά ακόμα έχουν κλείσει.
Με τη μουσουλμανική λατρεία, τα ψηφιδωτά, αν και διατηρήθηκαν, έχουν καλυφθεί. Έχουν σβηστεί οι σταυροί και τα άλλα χριστιανικά εμβλήματα. Εξαφανίστηκαν τα αμέτρητα πολύτιμα στολίδια από ασήμι και χρυσάφι.
Ο διάκοσμος και η λατρευτική επίπλωση που πρόσθεσαν οι Οθωμανοί είναι αταίριαστα κι αποτελούν παραφωνία μέ¬σα στην όλη αρχιτεκτονική του οικοδο¬μήματος.
Κυρίως, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η Αγία Σοφία προηγείται κατά αιώνες από τους ναούς με τους οποίους συνήθως συγκρίνεται κι ότι έχει φθαρεί από τα βήματα των προσκυνητών και έχει ξεθωριάσει από τη σκόνη που συνόδευε αμέτρητα πλήθη πιστών εδώ και πάνω από 1.350 χρόνια.
Η ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΡΟΥΛΟΥ
Ο αιθέριος τρούλος ήταν και είναι το απαράμιλλο αριστούργημα της Αγίας Σοφίας. Σαράντα πέντε γενεές εξελισσόμενου πολιτισμού και τεχνικής έχουν περάσει από τότε, χωρίς να έχουν δημιουργήσει όχι μόνο κάτι ανώτερο αλλά ούτε καν ισάξιο του.
Συγκριτικά, η αρχιτεκτονική τελειότητα των θόλων μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Φανταστείτε μια κατακόρυφο από την κορυφή του θόλου ως το επίπεδο της βάσης του. Βάλτε την κατακόρυφο στον αριθμητή και στον παρονομαστή τη διάμετρο του θόλου: όσο μικρότερο είναι το κλάσμα που θα πάρετε τόσο πιο τέλειος είναι ο θόλος. Η διάμετρος του τρούλου της Αγίας Σοφίας είναι 31 μέτρα. Η κατακόρυφος του, η απόσταση από την κο¬ρυφή έως τη βάση του, είναι 14 μέτρα. Η διάμετρος του θόλου του Αγίου Πέτρου είναι 42 μέτρα και η κατακόρυφος του 57 μέτρα. Η διάμετρος του θόλου στο Πάνθεον, -τώρα Σάντα Μαρία Ροτόντα – είναι 43 μέτρα και η κατακόρυ¬φος του είναι ίδια.
Οι λεπτομέρειες αυτές είναι απολύτως απαραίτητες για την κατανόηση αυτού που αποτελεί μοναδική διάκριση της Αγίας Σοφίας. Οι δύο άλλοι τεράστιοι θόλοι, εκπληκτικά αριστουργήματα και οι δύο, ωχριούν σε κάλλος όπως και σε τόλμη μπροστά στον αιθέριο θόλο που ο Ανθέμιος ύψωσε πριν 1.360 χρόνια. Στον Άγιο Πέτρο, ο θόλος είναι συμπλήρωμα του οικοδομήματος και όχι το κύριο στοιχείο της σχεδίασης του. Υπάρχει χά¬ρη στο οικοδόμημα και όχι αυτό χάρη στο θόλο. Στην Αγία Σοφία, αντίθετα, ο τρούλος είναι ο σκοπός, ενώ η κατασκευή στην οποία ακουμπά δεν είναι παρά το μέσον που τον αναδεικνύει και τον υψώνει προς τον ουρανό.
Η ιστορική σπουδαιότητα της Αγίας Σοφίας δεν γνωρίζει όρια. Καμία άλλη εκκλησία σε καμία χώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κανένα άλλο οικοδόμημα που υψώθηκε ποτέ από την τέχνη των ανθρώπων δεν αποτέλεσε τόσο σημαντικό και ουσιαστικό κομμάτι στη ζωή ενός έθνους. «Στο όνομα της συμπυκνώνεται ολόκλη¬ρη η βυζαντινή ιστορία». Οι καθεδρικοί ναοί της Ρενς, του Αγίου Πέτρου, η Νοτρ Νταμ, το Αβαείο του Γουεστμίνστερ, ο Παρθενώνας, αν και ανακαλούν συνειρμούς που συναρπάζουν και γοητεύουν, δεν ξυπνούν τόσες απροσμέτρητες μνήμες. Η Αγία Σοφία αποτελεί τον επίσημο χώρο λατρείας μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας όπου εκκλησία και κράτος ήταν ένα, μιας αυτοκρατορίας που για πάνω από 1.100 χρόνια, ήταν η κληρονόμος και η ισάξια της Ρώμης.
Η ΟΦΕΙΛΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
Εκεί, πλάι στον κίονα από την Έφεσο, στάθηκαν το 987 οι ειδωλολάτρες απεσταλμένοι του Ρώσου Βλαδίμηρου που είχαν σταλεί σε όλο τον κόσμο «προς αναζήτηση της αληθούς πίστεως». Η περίλαμπρη μεγαλοσύνη του ναού, οι σεβάσμιες σειρές ιερέων με τα υπέροχα άμφια, η ου¬ράνια ψαλμωδία της χορωδίας, τα σύννεφα από λιβάνι που απλώνονταν στο χώρο και ανέβαιναν ψηλά, η ευσεβής σιωπή χιλιάδων πιστών που προσεύχονταν με κατάνυξη, όλο το μυστήριο μιας άγνωστης ιεροτελεστίας που προκαλούσε δέος, μάγεψε στην κυριολεξία τον απαίδευτο νου των απλοϊκών τέκνων του Βορρά. Όπως ξεκάθαρα μάλιστα δηλώνει ο ιστορικός τους Κaramsin, «ο ναός αυτός τους φάνηκε η ίδια η κατοικία του Υψίστου, εκεί όπου φανέρωνε άμεσα τη δόξα του στα μάτια των θνητών».
Έτσι, οι απεσταλμένοι φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, πήγαν πίσω στο Σλάβο πρίγκιπα τους και του διηγήθηκαν ό,τι είχαν δει με τα παρακάτω λόγια: «Δεν ξέραμε αν είχαμε ήδη ανεβεί στον ουρανό. Πραγματικά, πάνω στη γη δεν θα έβρισκε ποτέ κανείς παρόμοια πλούτη και μεγαλοπρέπεια. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε είναι ότι εκεί αντιλαμβάνεται κανείς πραγματικά την παρουσία του Θεού κι ότι αυτή η θρησκεία ξεπερνά κατά πολύ τη θρησκεία κάθε άλλης χώρας». Ο Βλαδίμηρος δέχτηκε τα λόγια και την πίστη των απεσταλμένων του. Βαφτίστηκε χριστιανός και οι ανά¬δοχοι του ήταν οι αυτοκράτορες Βασίλειος Β’ και Κωνσταντίνος Η’. Σύντομα συνδέθηκε ακόμα περισσότερο μαζί τους, αφού παντρεύτηκε την αδερφή τους, την πριγκίπισσα Άννα.
Ο Βλαδίμηρος και οι Ρώσοι, ευγνώμο¬νες που από την Κωνσταντινούπολη είχαν πάρει το δώρο της ιερής τους πίστης, στάθηκαν από τότε και στο εξής κοντά στη μεγάλη Μητέρα Εκκλησία, και συν¬δέθηκαν με τους χριστιανούς ομόδοξους τους με αδελφικούς δεσμούς. Σήμερα, στην τσαρική Ρωσία, η λατρεία είναι ίδια με εκείνη που γοήτευσε τους απεσταλμένους στην Αγία Σοφία.
Στις 16 Ιουλίου του 1054, με το ναό ασφυκτικά γεμάτο από ορθόδοξο κλήρο και λαό, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος και δύο ακόμα Λατίνοι επίσκοποι, αντιπρόσωποι του πάπα, προχώρησαν με σταθερό βήμα ως την Αγία Τράπεζα, μέσα στο ιερό. Μετά, κάτω από το κολοσσιαίο ψηφιδωτό του Ιησού με τη γλυκιά ματιά και τα απλωμένα χέρια που ευλογούν, απέθεσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα τον παπικό αφορισμό της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και το ανάθεμα απέναντι στις επτά θανάσιμες αιρέσεις των Ελλήνων, που έστελνε τους ίδιους και όσους μοιράζονταν τα δόγματα τους «στην αιώνια συντροφιά του Σατανά και των αγγέλων του». Μετά «αναχώρησαν με αποφασιστικό βήμα, τινάζοντας τη σκόνη από τα πό¬δια τους και φωνάζοντας: “Ας δει και ας κρίνει ο Θεός”».
Έτσι, το ενιαίο ιμάτιο κομματιάστηκε. Η μέχρι τότε αδιαίρετη χριστιανική Εκ¬κλησία χωρίστηκε στα δύο και από τότε δεν ξαναενώθηκε. Ένας προτεστάντης δεν μπορεί ίσως να διακρίνει καθαρά και να εκτιμήσει το δίκαιο ή το άδικο των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, του πα¬τριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και του πάπα Λέοντα Θ’. Τα ζητήματα αντιλογίας που ήταν τόσο σημαντικά για εκεί¬νους τη μακρινή εκείνη εποχή ίσο)ς σήμε¬ρα μας φαίνονται μηδαμινά ή άνευ σημασίας. Θα μπορούσαμε όμως ποτέ να αμφισβητήσουμε το αν διαδραματίστηκε ποτέ στην ιστορία καταστροφικότερο γε¬γονός για την Ευρώπη και, πάνω απ’ όλα, για τη χριστιανοσύνη της Ανατολής από αυτό που είδαν οι σιωπηλοί τοίχοι της Αγίας Σοφίας; Σήμερα φαίνεται λογικό που ο Μαθάς, επίσκοπος Θήρας, αναφωνεί: «Ανείπωτα φοβερές υπήρξαν οι συνέπειες αυτού του σχίσματος».
Εδώ, το πρωί του Πάσχα, τον Απρίλιο του 1204, γλέντησαν και ξεφάντωσαν οι Φράγκοι πολεμιστές της Τέταρτης Σταυροφορίας, με χέρια αιματοβαμμένα από την κατάκτηση της πόλης. Ένας αυλικός, καθισμένος στον πατριαρχικό θρόνο, τραγουδούσε αισχρά τραγούδια σε έρρινους τόνους, κοροϊδεύοντας τις ψαλμωδίες των Ελλήνων. Στο μεταξύ, μεθυσμένοι στρατιώτες επιδίδονταν σε ακατονόμαστα όργια με γυναίκες του δρόμου, κι ο ναός αντηχούσε από τα πρόστυχα, σατανικά τους γέλια. Αίμα και κοπριά ανακατεύτηκαν χλευαστικά με τον αγιασμένο άρτο και το κρασί. Την ίδια ώρα, διάφορα ζώα οδηγούνταν μέσα στο ναό κι έβγαιναν πάλι φορτωμένα με πλιάτσικο, και με τα άμφια των ιερέων ριγμένα πάνω τους. Με αποτροπιασμό και θλίψη, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ επιτίμησε σκληρά τους Σταυροφόρους, δηλώνοντας ότι «η Ελληνική Εκκλησία θα έβλεπε στο πρό¬σωπο των Λατίνων μόνο προδοσία και έργα του σκότους και θα τους μισούσε σαν σκυλιά». Μέχρι και σήμερα, η ανάμνηση των πράξεων εκείνων πλανάται άσβεστη μεταξύ των Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, δεν είναι περίεργο το ότι, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει, πολλοί φανατικοί Έλληνες έβλεπαν με την ίδια απέχθεια τόσο μια ιδέα όσο κι ένα στρατιώτη από τη Δύση.
ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΗΣ ΝΕΑΡΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΚΟΜΗ ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΥ
Στις 26 Μαΐου του 1204 ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας και του Ενό, αφού πρώτα αφέθηκε να τον πετάξουν πάνω στην ασπίδα του σύμφωνα με το έθιμο των Τευτόνων, στέφθηκε στην Αγία Σοφία πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Ανατολής. Δώδεκα μήνες αργότερα, ο ναός αφιέρωνε ένα λαμπρό τάφο για τη σορό του Δάνδολου, του δόγη της Βενετίας, που είχε σταθεί ο πραγματικός νους πίσω από την Τέταρτη Σταυροφορία. Ήταν ο άνθρωπος που ευτέλισε την πίστη του σε υλικό συμφέρον, πνίγοντας την ανάμνηση του πρώτου, υψηλότερου σκοπού του – την ανάκτηση των Ιερών Τόπων και του τάφου του Ιησού – με την κατάκτηση και τη λεηλασία μιας χριστιανικής πρωτεύουσας. Αν και πέθανε σε ηλικία 97 ετών, οι σωματικές και πνευματικές δυνάμεις του τον συνόδεψαν ακατάβλητες μέχρι το τέλος.
Λίγους μήνες αργότερα, οι πύλες του ναού άνοιξαν διάπλατα, σαν είσοδος ενός τεράστιου τάφου, για να υποδεχτούν έναν ευγενικότερο και ωραιότερο επισκέπτη. Η Μαρία, νεαρή σύζυγος του Βαλδουίνου, είχε μείνει στη χώρα της όταν, λίγο μετά το γάμο τους, ο σύζυγος της είχε φύγει για τους πολέμους του. Ρομαντική και αφοσιωμένη, μάταια τον είχε παρακαλέσει να την πάρει μαζί του και να μοιραστούν τον κίνδυνο. Όταν, αργότερα, ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη ώστε να μοιραστεί το θρόνο του, το πλοίο της ξέφυγε από την πορεία του και ναυάγησε στην Παλαιστίνη. Η Μαρία έφτασε εντέλει στην πρωτεύουσα μετά από ταλαιπωρίες, περιπλανήσεις και αμέτρητους κινδύνους.
Όμως ο σύζυγος της δεν βρισκόταν εκεί να την υποδεχτεί. Ο Βαλδουίνος είχε πιαστεί αιχμάλωτος του Ιωαννίτση, βασιλιά των Βουλγάρων, είχε θανατωθεί με πολύ άγριο τρόπο, και το κρανίο του, διακοσμημένο με χρυσάφι, χρησίμευε για κού¬πα στον άγριο κατακτητή. Απελπισμένη και απαρηγόρητη, η Μαρία αρρώστησε βαριά και έσβησε για πάντα. Μέσα από την παθητική ιστορία της, νότα γλυκύτητας και αγάπης μέσα στην άγρια φρίκη της Τέταρτης Σταυροφορίας, φαίνεται εύλογο το ότι αναπαύτηκε επιτέλους μέσα στον πιο αρχοντικό ναό, εκεί όπου είχε ονειρευτεί πως θα την έστεφαν κάποτε βασίλισσα τα χέρια του συζύγου της.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Στα μακρά και ταραγμένα χρονικά της Ανατολικής Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει τίποτα τόσο θλιβερό όσο εκείνη η νύχτα πριν από τη μεγαλειώδη πτώση. Στις 28 Μαΐου του 1453, μία ώρα πριν τα μεσάνυχτα, ο Κωνσταντίνος ήρθε για άλλη μια φορά στην Αγία Σοφία. Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, ο ίδιος κι οι αθάνατοι άνδρες του, όπως οι μελλοθάνατοι. Ήξερε, όπως και καθένας από τη σιωπηλή ακολουθία του, πως, αν παρέμεναν πιστοί μέχρι να πεθάνουν, δεν είχαν πια ούτε ένα εικοσιτετράωρο επίγειας ζωής. Καμία ελπίδα νίκης, καμία ελπίδα σωτηρίας δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Ίδιο μεγαλείο με εκείνο του γενναίου Λεωνίδα και των Τριακοσίων του στις θρυλικές Θερμοπύλες. Ίσος προς κάθε άνθρωπο στην κρίσι¬μη ώρα, ο αυτοκράτορας ζήτησε τη συγχώρεση απ’ όλους όσους μπορεί να είχε αδικήσει άθελα του στη σύντομη βασιλεία του. Οι άνδρες, μες στις βαριές πανοπλίες τους, ξέσπασαν σε λυγμούς, κι αυτή ήταν η μοναδική απάντηση που έσπασε εκείνη τη φοβερή σιωπή. Ύστερα ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πέρασε το κατώφλι που, για αιώνες από τότε, δεν πάτησε κανένας χριστιανός ηγεμόνας.
Την επομένη, η Αγία Σοφία ήταν ασφυκτικά γεμάτη με ένα πλήθος που όμοιο του δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Δεν ήταν τόσο η συρροή όσο η κοινή αγωνία που πλημμύριζε τις ψυχές όλων. Μερικοί αρπάζονταν απ’ τον παλιό μύθο που έλεγε ότι, όταν ο εχθρός έφτανε νικηφόρος στη Στήλη του Κωνσταντίνου, άγγελος Κυρίου θα έβαζε μια πύρινη ρομφαία στα χέρια ενός μικρού παιδιού κι αυτό θα κατατρόπωνε αμέσως τους εισβολείς. Οι Οθωμανοί έριξαν τις πόρτες του νότιου προθά¬λαμου, όπου ακόμα και σήμερα φαίνονται τα σημάδια της ωμής και ανυπόμονης βίας τους. Το συγκεντρωμένο πλήθος των κυνηγημένων, παράλυτο από ανείπωτο φόβο, με βλέμματα πλημμυρισμένα από τρόμο, δεν έφερε καμία αντίσταση. Δεν χύθηκε αίμα, ούτε των κατακτημένων ούτε των κατακτητών. Δεν υπήρξε βία. Οι μισοπεθαμένοι αιχμάλωτοι – καλόγεροι ή κοριτσόπουλα που ο ήλιος δεν είχε δει καλά καλά τα πρόσωπα τους, κυρές από υψηλή γενιά ή παιδιά για τα θελήματα, ευγενείς ή ζητιάνοι – δέθηκαν ανά δύο και, σε μακριές σειρές, σύρθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα.
ΤΟ ΣΕΒΑΣ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ
Οι Οθωμανοί τρέφουν μεγάλο σεβασμό και βαθύτατη υπόληψη για την Αγία Σοφία. Σ’ αυτό ακολουθούν, άλλωστε, το παράδειγμα του επιφανούς Πορθητή, ο οποίος εκεί πρωτότρεξε μετά τη νίκη που με μόχθο είχε αποσπάσει και του οποίου η πρώτη επίσημη πράξη στην πρωτεύουσα που με τόσο αίμα είχε κατακτήσει ήταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Είναι η μόνη απ’ όλες τις εκκλησίες που υπέκυψαν στο Ισλάμ, η οποία διατηρεί ακόμη το χριστιανικό της όνομα, και την οποία οι μουσουλμάνοι αποκαλούν Άγια Σόφια.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες μεταμόρφωσης της Αγίας Σοφίας, τα χριστιανικά της χαρακτηριστικά θα απαλειφθούν μόνο με την καταστροφή της. Η ίδια της η κατασκευαστική δομή δεν υποκύπτει στις απαιτήσεις του ισλαμικού τελετουργικού. Μοιάζει με έναν περήφανο αιχμάλωτο που, σιωπηρά, με αστείρευτη υπομονή αλλά και απίστευτη επιμονή, δεν παύει να αντιστέκεται στις αλυσίδες του. Οι μακριές σειρές των χαλιών της προσευχής πάντοτε απλώνονται στο δάπεδο σε διαγώνιες γραμμές, συχνά άσχετες με την αρμονία του χώρου. Για να κοιτάζουν προς τη Μέκκα, οι πιστοί αναγκάζονται να προσκυνούν στραμμένοι σε μια άβολη κατεύθυνση, προς τη γωνία της εκκλησίας.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ
Στην αιχμάλωτη εκκλησία ο χριστιανός, ενοχλημένος από τις αραβικές επιγραφές και τις οθωμανικές παραδόσεις, νιώθει πόνο και νοσταλγία για κάτι που του ανήκει. Η αειθαλής αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια και οι αόρατες μνήμες του παρελθόντος δεν είναι αρκετές. Αν όμως κατέβει το νότιο υπερώο και, μέσα από τις έξι κιονοστοιχίες αφήσει τη ματιά να ανέβει κατά τη θολωτή σκεπή πά¬νω απ’ τα πέντε παράθυρα της κεντρικής αψίδας, εκεί, στην αχνή μισοκαλυμμένη επιφάνεια, θα διακρίνει την ψηφιδωτή μορφή ενός τεράστιου Χριστού. Θα ξεχωρίσει τα μαλλιά, το μέτωπο, τα πράα μάτια του Σωτήρα και το αχνό περίγραμμα της μορφής του. Το δεξί χέρι, με γλυκύτητα, «όπως τότε που με αγάπη και πραότητα περπάταγε στη γη», είναι ακόμη απλωμένο σε μια ανείπωτη ευλογία και, με την κίνηση του, μοιάζει να αγκαλιάζει τον άγνωστο επισκέπτη. Μέσα στις σκιές, νιώθει κανείς πως ο Χριστός στέκει ακοίμητος φρουρός πάνω από τους ανθρώπους του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου